- προνομή
- η, ΝΜΑεπιδρομή στρατιωτών σε εχθρική χώρα με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών, προνομείανεοελλ.στρ. σχηματισμός ιππικής μονάδας εφ' ενός ζυγού με αραιά διαστήματα μεταξύ τών ιππέωναρχ.1. ό,τι έχει αποκτηθεί με προνομή, τα λάφυρα, η λεία2. η προμήθεια, το να προμηθεύει κανείς κάτι σε κάποιον άλλο3. η προνομαία*, η προβοσκίδα τού ελέφαντα4. η προνομία, το κατ' εξαίρεση δικαίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + νομή (< νέμω)].
Dictionary of Greek. 2013.